- εκσημαίνω
- ἐκσημαίνω (Α)1. σημαίνω, δηλώνω, υπαινίσσομαι2. αποκαλύπτω, φανερώνω3. ανακαλύπτω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκσημήνασθαι — ἐκσημαίνω disclose aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξεσήμηνας — ἐκσημαίνω disclose aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)